Κάποια Πρωτομαγιά με πήρε η Ξανθιά και πήγαμε στας εξοχάς. Ο καθαρός αέρας, οι παραλίες, οι ζέστες, ο πολύς ο ύπνος με είχαν βαρέσει στο κεφάλι και είχα μια φοβερή όρεξη για μαλακίτσες.
Κάθε φορά που το ομολογώ αυτό στα κοντινά μου πρόσωπα, μετά την πρώτη κραυγή "Ωχ!" έρχεται το κλασικό "Σε φοβάμαι λίγο. Που θα στείλεις και τί". Ε, αυτή τη φορά είπα να πρωτοτυπήσω και να αποφύγω την τεχνολογία. Λέω, ό,τι κάνω θα το κάνω αυτοπροσώπως.
Φτάνει το δεύτερο και τελευταίο βράδυ της ολιγοήμερης ανάπαυσής μας στας εξοχάς και πάμε σε τοπικό κλαμπίδι. Δυο γυναίκες μόνες τώρα, κάθε καρυδιάς καρύδι είχε έρθει να ακουμπήσει δήθεν το μπουφάν του κοντά στα ποτά μας. Καλά για τα σφηνάκια, δε το συζητώ. Είδα τον ουρανό με τα άστρα, που δεν υπήρχαν εκείνο το βράδυ,από το πολύ "στην υγειά σας".
Κι έρχεται η στιγμή της "μαλακίτσας". Η Ξανθιά δεν είχε πάρει είδηση για το τί την περίμενε και κυρίως τί περίμενε τον άνθρωπο που θα ανεχόταν την όρεξή μου. Είχε καταλάβει βεβαίως πως τον γλυκοκοίταζα αλλά όχι πως θα πιάσω και κουβέντα.
"Αποκλείεται. Εσύ; χαχαχαχα" μου λέει με πάσα βεβαιότητα. Επειδή είμαι και αντιδραστικό, πάω και πιάνω κουβέντα πετώντας κάτι ατάκες που δεν είχα ποτέ φανταστεί πως θα ξεστομίσω. Το κορυφαίο γίνεται την ώρα του αποχαιρετισμού, αφού τα σφηνάκια είχαν ήδη κάνει τη δουλειά τους και δεν πήγαινε άλλο η...υγειά μας. Είχα φροντίσει και είχα γράψει σε ένα χαρτί όνομα και τηλέφωνο(Ω! ναι το έκανα κι αυτό) και την ώρα της χειραψίας του δίνω το χέρι μου.
-Χάρηκα πολύ που σε γνώρισα. Ελπίζω να σε ξαναδώ.
(Προτάσσοντας το χέρι με κρυμμένο το χαρτί):
-Στο χέρι σου είναι. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.
Η Ξανθιά είχε ψοφήσει από τα γέλια, εγώ προσπαθούσα να καταλάβω αν όντως είχα πει τέτοιο πράγμα και ο καιρός κύλησε έτσι για κάποιο διάστημα με την τελευταία ατάκα που είχα πει στον άνθρωπο,να γίνεται σλόγκαν στην παρέα.
Μια Κυριακή, ένα μήνα μετά, είχα ξυπνήσει από ξενύχτι, προσπαθώντας να βρω τσιγάρα, αναπτήρα, τον καφέ, το κινητό που μου είχε σπάσει τα νεύρα από τον ήχο του μηνύματος. Άγνωστο νούμερο τι το νοιάζει τι κάνω μεσημεριάτικο. Ε, αφού έστειλα τα διαδικαστικά, για το ποιός είναι, σκάει το παραμύθι..
-Α! Ο "είναι στο χέρι σου". Πως και με θυμήθηκε; (ναι μονολογώ καμιά φορά).
Αφού μου έστειλε τη μισή ζωή του σε μηνύματα, κανονίζουμε να πάμε για καφέ λίγες μέρες μετά. Πιο συγκεκριμένα, την ημέρα που είχα κανονίσει όλες τις δουλειές του κόσμου για απόγευμα. Είχα δύο ώρες και κάτι στη διάθεσή μου πριν τον καφέ, να πάω να ψωνίσω ένα δώρο, να πάω να πάρω κάτι έγγραφα, να δω κάποιους παλιούς συναδέλφους,να γυρίσω σπίτι, να ετοιμαστώ και να πάω στο..."ραντεβού"(;).
Μπαίνω σε γνωστό πολυκατάστημα της Αθήνας έχοντας στο μυαλό μου μόνο το δώρο και όχι τις βιτρίνες με τα ρούχα που μου αρέσουν. Μπαίνω, παίρνω το δώρο, στην έξοδο αρχίζει να σφυρίζει σαν δαιμονισμένο το μηχάνημα για κλοπή. Γυρνάνε όλοι οι πελάτες και με κοιτάνε λες και αντίκρυσαν τον Πάσσαρη με περούκα, τη στιγμή που έπεσαν καταπάνω μου όλοι οι υπάλληλοι. Αφού με έψαξαν, συμφώνησαν πως μάλλον στην τσάντα μου, θα είχαν ξεχάσει κάποιο αντικλεπτικό(το οποίο και δεν φαινόταν πουθενά).
Βγαίνω ζητώντας ταπεινά συγνώμη για την αναστάτωση αλλά επειδή είμαι και περίεργη και αθετώ τον λόγο μου, μπήκα στο διπλανό παπουτσάδικο. Να σου πάλι τα ίδια. Εκεί δεν με κοίταξαν σαν τον Πάσσαρη, αλλά σαν κάτι ακόμα χειρότερο. Μια ψωνισμένη δίπλα μου, με όλες τις μάρκες πάνω της και ύφος χιλίων καρδιναλίων, άρχισε και φώναζε "Εδώ,εδώ"!
"Σιγά μωρή μη σου κλέψουμε την Λουί Βιτόν"(πάλι μονολόγησα). Η μούρη της ξίνισε ακόμη περισσότερο όταν άκουγε το μηχάνημα να σφυρίζει. Με ξαναψάξανε, τίποτα. Ε, είδα πως δεν με θέλει και αποφασίζω να φύγω.
Κατεβαίνω στο parking κατευθυνόμενη στο αυτοκίνητο ή έτσι νόμιζα τουλάχιστον γιατί το αυτοκίνητο δεν το έβλεπα πουθενά. Πήγα στον πρώτο όροφο,πήγα στον δεύτερο, πήγα και στον τρίτο. Στο δεξί διάζωμα, στο αριστερό,στη μέση. Να κρατάω το εισιτήριο στο χέρι με τόση μανία από τα νεύρα και την κούραση του ποδαρόδρομου που το είχα σχεδόν σκίσει.
Είχαν περάσει 40 λεπτά. Ποτέ δεν μου είχε τύχει τέτοιο πράγμα στο κωλοκατάστημα. Να θυμάμαι κιόλας έναν φίλο μου, που με είχε παρατήσει μες στην άγρια νύχτα μια φορά να κατέβω μόνη μου στο parking μετά από σινεμά και να φουντώνω ακόμα περισσότερο.
"Πάει, δεν θα προλάβω το ραντεβού" έλεγα και ξαναέλεγα ώσπου μετά από 1 ώρα, είδα φως στην άκρη του τούνελ. Το αμαξάκι μου, καθόταν εκεί και με περίμενε. Ή μάλλον εγώ περίμενα πότε σκατά θα το αντικρύσω.
Οι επόμενες υποχρεώσεις έγιναν σε χρόνο ντε-τε, ακόμα και η ετοιμασία μου. Σαν την τρελή οδηγούσα για να προλάβω, τον είχα στήσει τον άνθρωπο, να του λέω στο τηλέφωνο,έρχομαι έρχομαι, ψάχνω να παρκάρω και ακόμα να είμαι 4-5 φανάρια μακριά. Η ώρα του μαρτυρίου είχε τελειώσει. Η στιγμή της συνάντησης είχε φτάσει και ανακουφισμένη περπατούσα προς το μέρος του. Κάποια δευτερόλεπτα μετά ήρθε κι άλλος μονόλογος-εσωτερικός αυτή τη φορά.
"Γιατί; Γιατί; Αφού είμαι καλό κορίτσι κατά βάθος".
Όπως καταλαβαίνετε, το αντίκρυσμα δεν ήταν το επιθυμητό. Δεν θυμάμαι καν πως πέρασε η ώρα της "γνωριμίας", που ούτε αυτή δεν έσωσε την κατάσταση, αλλά μου έμειναν κάτι ατάκες του τύπου "γαμησέ τα, σκληρή η ζωή, πουτάνα" εν μέσω συζήτησης που με έκαναν να αναθεματίζω την στιγμή που βρήκα νωρίς το αυτοκίνητο(Τι; μόνο εσύ θα πετάς κυρία μου ατάκες; Πάρτα τώρα).
-Έλα θα μου πεις πως πήγε; Καλός,καλός;
-Άστο Ξανθιά. Άστο σου λέω.
-Γιατί ρε; Τι έγινε;
-Δεν. Δεν καθόλου όμως σου λέω.
-Μα καλά δε σου άρεσε;
-Όχι.
-Τι όχι παιδί μου; Το τηλέφωνο γιατί το έδωσες;
-Τι να σου πω τώρα. Τα σφηνάκια, η εξοχή, ο μονόφθαλμος ανάμεσα στους τυφλούς... Είχε πολύ σκοτάδι στο μαγαζί ε;