Παρασκευή 23 Μαρτίου 2007

I am a passenger...




Τσάντα. Κλειδιά. Κινητό. Άλλο, άλλο; ...Άρωμα! Ασανσέρ. Ισόγειο. Πεζοδρόμιο.
Βγήκε πάλι. Χωρίς λόγο. Έτσι για βόλτα. Πάλι δεν θυμάται που έχει παρκάρει. Πρώτο στενό, δεύτερο στενό, παράλληλα, κάθετα και τούμπαλιν. Ένα τέταρτο περιπλάνησης και ένα τσιγάρο που της έπεσε από τα δάχτυλα καθώς έψαχνε τα κλειδιά στην αχανή τσάντα κι άρχισε να βρέχει πάλι.
Χωρίς βενζίνη, χωρίς νερό για τα τζάμια. Χωρίς σκοπό. Μόνο με επιθυμία, που ούτε η ίδια ήξερε για τί πράγμα. Με ανάμνηση. Με εικόνες μπλεγμένες με χιλιάδες σκέψεις από τιμολόγια, πρωϊνό ξύπνημα, σελίδες, ντύσιμο, βόλτες, ξενύχτια, τον μικρό, τα κορίτσια, τη πιστωτική...
Ραδιόφωνο. Φλας. Φανάρι. Ανοιχτό παράθυρο. Πάντα ανοιχτό το παράθυρο για να φεύγει η κάπνα. Χαζεύει τον διπλανό που την κοιτάει επίμονα. Χαμηλώνει το βλέμμα, γυρνάει από την άλλη το κεφάλι. Της αρέσει που έχει κίνηση. Σε ποιό ραντεβού άλλωστε να αργήσει; Παρατηρεί κάθε βιτρίνα, κάθε περαστικό, κάθε αμάξι. Μπροστά και πίσω της ΙΧ με ζευγάρια. Χάδια, φιλιά κι αυτή στη μέση. Οι εικόνες γίνονται πιό έντονες. Περιπλανιέται μέσα τους με τα ακούσματα της βροχής, τις κόρνες και τον Galaxy. Μα πού θέλει να παέι;
Αθηνάς, Ερμού, Ψαραγορά, παρκάρει. Παρανομία; Ε και; Πρώτη φορά θα είναι; Λίγο το περπάτημα, λίγο η βροχή, κάτι ο κόσμος και οι αναπάντητες στο κινητό και ξαφνικά βρήκε σκοπό. Ψάχνει τρόπο να τον πετύχει. Αλκόολ; Τηλέφωνο; Χορός; Εκδίκηση; Να γυρίσει πίσω;
Η αναζήτηση τη βγάζει σε κάποιο στενό της Πλάκας. Με μυρωδιές από δέρμα, σκουπίδια και κεμπάπ παρατηρεί όρθια, ακούνητη σαν άγαλμα τον αριθμό στο κινητό. Ένα- ένα τα νούμερα της λένε κι από κάτι. Κι αν δεν έχει σήμα; Κι αν δεν απαντήσει; Κι αν είναι κλειστό; Κι αν δεν ξέρει τον αριθμό; Δεν ξέρει τον αριθμό;!
Γυρνάει αλλού το βλέμμα, ψάχνοντας απάντηση στα φώτα. Μια μηχανή θα ήθελε να είχε τώρα. Μια μηχανή να αποθανατίσει τη μαγεία. Πρώτη φορά της αρέσουν τόσο πολύ τα χρώματα στην Ακρόπολη.
Σταμάτησε η βροχή και μυρίζει τα μαλλιά της, που οι σταγόνες τους πήραν την ευωδιά του σαμπουάν. Σκάει ένα χαμόγελο καθώς βλέπει να στάζει ολόκληρη και τα πόδια της να κάνουν θορύβους όπως τα κουνάει, μες στη λάσπη.
Ανοίγει τα χέρια, κάνοντας κύκλους γύρω από τον εαυτό της. Πέφτει το κινητό, θρύψαλλα η μπύρα, κομμάτια οι εκόνες. Γελάει και μυρίζει την ατμόσφαιρα. Νωπή, όπως και η επιθυμία τελικά. Ξάφνου της έρχεται ένα τραγούδι.
I am the passenger
And I ride and I ride
I ride through the citys backside
I see the stars come out of the sky
Yeah, theyre bright in a hollow sky
You know it looks so good tonight
I am the passenger
I stay under glass
I look through my window so bright
I see the stars come out tonight
I see the bright and hollow sky
Over the citys a rip in the sky
And everything looks good tonight
Singin la la la la la-la-la la
La la la la la-la-la la

Τρίτη 20 Μαρτίου 2007

Εσένα ντε!

Θάλασσα και όχι βουνό
Ιστιοπλοϊκό και όχι σκάφος
Ήλιος
Ανοιχτά παράθυρα και όχι γρίλιες
Αεράκι και όχι Βορριάς
Βροχή
Άνοιξη και όχι Χειμώνας
Σεπτέμβρης και όχι Νοέμβρης
Αλκυονίδες
Κρασί και όχι Ουϊσκι
Αμμουδιά και όχι πέτρα
Σούρουπο
Φόρεμα, αέρινο και όχι παντελόνι
Γόβα και όχι μπότα
Τανγκό
Elvis και Suspiciοus Minds και όχι Oasis
Fast Car και όχι Yellow Submarine
Gravity
Κούβα και όχι Ίμπιζα
Πάργα και όχι Αράχωβα
Ανώγεια
Ιταλικά και όχι Γαλλικά
Σπαγκέτι και όχι κρουασάν
Ταξίδια
Γραφή και όχι αριθμητική
Δημιουργία και όχι εκτέλεση
Έμπνευση
Λυγμοί χωρίς δάκρυα
Γέλια χωρίς χαμόγελα
Ευτυχία
Αγκαλιές πριν τις χειραψίες
Φιλιά με δύο νεύματα
Αγάπη
Χάδι στο πρόσωπο και όχι χτύπημα στη πλάτη
Στη πόρτα μου και όχι στο τηλέφωνο
Εσένα και όχι άλλον!



Πέμπτη 15 Μαρτίου 2007

Καθρέφτης της δικής σου λογικής...

Θες να 'μαι καλά να μην πονάω. Θες να 'σαι μακριά και να μοιράζεις στιγμές που 'χα κρατήσει για να σ' έχω. Θες να μη σου λέω πως σ' αγαπάω, να ζω και να ξεχνάω τ' άρωμά σου.
Θες να μην υπάρχω στα όνειρά σου ποτέ, να μην ακούω της καρδιάς μου τη φωνή, να της κρατήσω μια γωνίτσα να κρυφτεί, να μην λυπάμαι που σε χάνω ξαφνικά, να μην φοβάμαι που η ανάγκη μας νικά, να μην αγγίξω την αλήθεια σου ξανά, να μην πονέσω με το τέλος που πονά...
Θες να γίνω άλλος να μην είμαι πια εγώ, μέσα στο κόσμο αυτό που έφτιαξες να ζω
ΝΑ 'ΜΑΙ ΚΑΘΡΕΦΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΗΣ ΣΟΥ ΛΟΓΙΚΗΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΕ ΒΛΕΠΕΙ ΚΑΙ ΘΑ ΛΕΕΙ ΟΤΙ ΠΕΙΣ...
Να ψάξω αλλού το άλλο μου μισό, αυτό που πάντα μ' άφηνε μισό, να 'μαι καθρέφτης σ' όλα αυτά που θα θες... μα αν το μπορώ ποτέ δεν ρώτησες....
(Στίχοι: Ρεβέκκα Ρούσση, Μουσική: Στέφανος Κορκολής, με την φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου... και το δικό μας σιγοψιθύρισμα)
Απόψε μόνο αυτό μπορώ να σου πω. Αύριο, ποιος ξέρει, ίσως να 'χουμε περισσότερες απαντήσεις...

Drink to get drunk


Καλά ρε κοπελιά πως τα καταφέραμε πάλι έτσι; Εγώ νόμιζα πως είχαμε πέσει σε νιρβάνα όλο το απόγευμα και δεν θα ξεκουνιόμασταν. Δύο λεπτά και λίγη σιωπή πριν έρθει το "γιατί πάλι;" ήταν αρκετά.

Ήσουν κι εσύ εκείνη τη νύχτα....Άλλο που δεν ήθελες, λίγες ώρες μετά να μη θυμάσαι ούτε πως σε λένε, ούτε πως τον λένε. Επίτηδες το έκανες. Να σε βλέπω χάλια, να σιγοτραγουδάς μια ισπανική μπαλάντα-αυτή ξέρεις που μας αρέσει πολύ-κι ας μην ήξερες γρι από στίχο, χωρίς να δίνεις σημασία σε κανένα βλέμμα κατανόησης.

Με βρήκες και μένα επιρρεπή στο ποτό, μας "έκοψε" ο Στέλλιος και να τα σφηνάκια. Καπνός, φασαρία, στριμωξίδι, βούισμα εκνευριστικό και θολά μάτια, ξεραμένα από τους φακούς. Τίποτα δεν με πείραζε. Τόσο πολύ την είχα ακούσει. Εσένα μόνο δεν άκουσα και την έκανα τη μαλακία.
Τόσες φορές μου έχεις πεί να το πετάξω το κωλοτηλέφωνο, εκείνη την ώρα γιατί δε μίλησες; Μέτρησα εκείνη τη στιγμή μέχρι και πόσα δεύτερα πέρασαν από το 5ο ποτό, μαζί με τα οχτάρια στον βρεγμένο δρόμο για να δώ αν μπορώ να με δικαιολογήσω. Πάλι. Μπα...Κανένα αποτέλεσμα.
Ήταν κι αυτός ο άσχετος που ήρθε σαν από μηχανής Θεός για τις κολακείες που είχαμε ανάγκη να ακούσουμε και Μας την χάλασε τελείως. Ένα κέρασμα ίσον και πήδημα ρε φίλε; Τράβα...
Είναι μετά να μην κρυφοκοιτάω την οθόνη μπας και δεν έχω σήμα;
Ρίγος, ζαλούρα και ντουμπ ντουμπ με συνόδευσαν στον καναπέ το ξημέρωμα με το ένα μάτι σε σένα μην γυρίσεις ανάσκελα και το άλλο στην ώρα. Γιατί δεν έρχεται;
Ούτε που θυμάμαι πως πήγα στο κρεβάτι. Εσένα πάντως σε θυμάμαι να μου λες "είμαι καλά" με κλειστά μακιγιαρισμένα μάτια. Στο χέρι μου το κινητό και δεν το άκουσα. Μα πως με πήρε ο ύπνος ρε γαμώτο; Και τώρα τι; Αγκαλιά με το μαξιλάρι; Φαντάσου να είχα συνηθίσει κιόλας! Ξύπνα με!!
Δε βαριέσαι. Ίσως να ήταν και καλύτερα. Μισόλογα θα έβγαιναν έτσι κι αλλιώς. Ξέρεις, από αυτά που φοβάμαι πως θα ξεστομίσω πάνω στην αδυναμία μου, με τη φωνούλα μέσα μου να με δικαιολογεί. "Δε πειράζει, ήταν μπόμπα το ποτό, είσαι ευάλωτη".
Πόσο ακόμα; Και για σένα και για μένα.




Παρασκευή 9 Μαρτίου 2007

Θυμάσαι;



Θυμάμαι όταν σε αντίκρυσα τρομάζοντας από τη σιγουριά στο βλέμμα σου. Αγέρωχο, επίμονο. Σαν να έλεγες, θα σας φάω όλους. Βαρύ περπάτημα, σταθερό και ένα χαμόγελο λάγνο που με εκνεύριζε κάνοντάς με όμως να θέλω να σε ανακαλύψω. Ένα μυστήριο. Όπως και η ζωή σου. Άλλο αν την έμαθα μετά. Τότε τι ήσουν και τι ήμουν; Πιτσιρίκια.

Θυμάσαι που ήρθες ένας άλλος από αυτό που άφησες εκεί να σε θυμούνται; Ήθελες να ξεκινήσεις το όνειρο. Δικό σου, δικό του, δεν έχει σημασία. Πάντως είχε το νού του από ψηλά. Ακόμα σε έχει στο νού του.

Έφτασες με πολλές προσδοκίες και με πολλές προσευχές εκείνης, που "άσπρισε" ξαφνικά εκείνο το απόγευμα της 28ης Οκτώβρη. Λες και ο Θεός ήθελε να της στείλει μήνημα. Να προσέχεις.

Θυμάμαι πόσο αθώα σε ρωτούσα για το τότε και πόσο "μικρή" ένιωσα όταν μου είπες. Πόνος, θλίψη, προδοσία. Όλα τα έζησες σε ένα βράδυ. Ή μήπως ήταν μεσημέρι. Εσύ θυμάσαι;

Τα έζησα κι εγώ μετά. Γιατί ήθελα να σε νιώσω λίγο παραπάνω. Και μαζί μου έγινες πιο δυνατός. Εσύ το είπες. Όχι εγώ. Τι κρίμα που το ξέχασες.

Θυμάσαι που με κουβαλούσες στην πλάτη σου, στις ατελείωτες σκάλες ως τον 4ο στην γκαρσονιέρα; Καλοκαίρι, με τον ιδρώτα να μη με αφήνει να κρύψω με το σεντόνι το πρόσωπό μου για να σου κρυφτώ. Εσύ πάντα κρυβόσουν. Ξημέρωμα, με ανοιχτά παράθυρα και τις γρίλιες μισάνοιχτες, έτσι για να μην ακουστούν πέρα για πέρα οι ανάσες μας, οι μπλεγμένες με ρακόμελο και ούζο και μια απαίσια ποικιλία που γελώντας ορκιζόμασταν πως δεν θα ξαναφάμε.

Πού πήγαν όλα αυτά; Ώρες ώρες σκέφτομαι μήπως τα έζησα με άλλον. Ή με κάποιο φανταστικό πρόσωπο. Με κατηγορούσες ως ονειροπόλα, αλλά αυτό αποκλείεται να ήταν όνειρο. Απόδειξη τα σημάδια που άφησαν πίσω τους οι αναμνήσεις. Δεν είναι νοσταλγία, ούτε θλίψη. Πλέον ούτε χαρά.

Με το βλέμμα στο κενό και πότε πότε στο ταβάνι, μια εντελώς διαφορετική "εγώ", κάποια χρόνια μετά σε βλέπω σαν μουτζούρα στον τεράστιο τοίχο που έχτισες γύρω σου. Δεν χωρούσα ούτε εγώ, ούτε η παρέα, ούτε εκείνη. Που έχει περάσει κι άλλες τέτοιες μέρες σαν εκείνη την 28η Οκτωβρίου παρακαλώντας για σένα.

Μόνο εσύ χωρούσες. Και εκείνοι που δεν γνώρισαν εκείνο το πιτσιρίκι με το αγέρωχο βλέμμα και το σταθερό βάδισμα. Αλλά τον άντρα που τα μάτια του κοιτούν κάτω, που δεν σκέφτεται τα όνειρά του και που λατρεύουν να βλέπουν χάλια.

Τελικά σε έφαγαν μάτια μου.

Κάποτε σε ρωτούσα αν μ' αγαπάς. Τώρα αναρωτιέμαι αν με θυμάσαι..

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2007

Δίχως ταυτότητα πια...

And the time has come...
Άραγε ποιά είμαι? Εγώ? Ή η άλλη?...who cares
Έτσι κι αλλιώς τελευταία κι εγώ με έχω χάσει κάπου στη διαδρομή. Οπότε τι σημασία έχει η ταυτότητα? Δυστυχώς για τους περισσότερους έχει. Ποιος είσαι, τι δουλειά κάνεις, πόσα βγάζεις, που βγαίνεις...μπλα μπλα μπλα...Τόσες ερωτήσεις, τόσες απαντήσεις και η ουσία πια χαμένη κάπου στα σκονισμένα κουτιά με τις παλιές φωτογραφίες, τα ραβασάκια και τις καρτούλες γενεθλίων που μοιάζουν σαν ξεθωριασμένη ζωγραφιά στην ακουαρέλα που είχαμε στο γυμνάσιο και η μουσική τους ακούγεται σαν ξεκούρδιστη κιθάρα.
Κάπως έτσι χάθηκε η αθωότητα μας, η δίψα μας για το καινούργιο, το χαζοχαρούμενο χαμόγελο της πρώτης φοράς. Όλα μοιάζουν ίδια, μα στην πραγματικότητα δεν έχουν καμία σχέση με αυτό που θέλαμε να είναι. Σαν να προσπαθείς να φτιάξεις ένα φαγητό με την συνταγή της γιαγιάς, αλλά υπάρχει περίπτωση να μυρίζει ή να είναι τόσο εύγευστο όσο εκείνης? Μα ξέχασα...δεν θα μπεις καν στην διαδικασία να το μαγειρέψεις...θα το πάρεις έτοιμο κι αυτό. Άοσμο, άγευστο και αφού φας το μισό θα πετάξεις το υπόλοιπο στα σκουπίδια και θα πας για ύπνο χορτασμένος...ή έτσι τουλάχιστον θα νομίζεις.
Μα πόσο όμορφο θα ήταν να μπεις στην κουζίνα, να λερώσεις τα πάντα, να γίνεις χάλια, να παλεύεις με τα ταψιά, τις κουτάλες και το αλεύρι. Όχι, δεν θα είναι σαν της γιαγιάς, μπορεί ακόμα και να το κάψεις και να μοιάζει με καρβουνιασμένο δάσος της Ελλάδας το καλοκαίρι, μα τι σημασία έχει? Θα το χεις προσπαθήσει, θα το χεις παλέψει, θα βρίζεις θεούς και δαίμονες που είσαι τόσο άσχετος. Μα θα πεισμώσεις και θα θέλεις να το δοκιμάσεις ξανά και ξανά...μέχρι να το καταφέρεις! Γιατί στο τέλος θα το καταφέρεις! Κι όταν θα καλέσεις τους φίλους σου να το δοκιμάσουν, δεν θα έχει σημασία ποιανού είναι η συνταγή και ποιος το έφτιαξε, γιατί εσύ μέσα σου θα ξέρεις πως τα κατάφερες...με την συνταγή της γιαγιάς, αλλά με τα δικά σου χέρια και την δική σου φαντασία...
Δεν έχει σημασία ποιος είσαι, ποια είμαι, από που ερχόμαστε και πόσα χιλιόμετρα κάναμε μέχρι εδώ, πόση βενζίνη χαλάσαμε. Η ταυτότητά δεν έχει λόγο ύπαρξης, το πάθος αρκεί για να προχωρήσεις μέχρι το τέλος, όποιο κι αν είναι αυτό...Και η βενζίνη αχρείαστη, ποιος την έχει ανάγκη όταν πετάει με τα δικά του φτερά...?

Μουσικές και χρώματα


Μπήκε τυπικά η εποχή μου από σήμερα και ήδη νιώθω καλύτερα. Τελικά είναι υπέροχο συναίσ8ημα να ξεκινάει η μέρα σου από νέα που το μόνο που σου δίνουν είναι ευτυχία. Νέο μέλος στην οικογένεια σήμερα και ήταν η πρώτη φορά μετά από μήνες που σηκώθηκα στο δευτερόλεπτο από το κρεβάτι.
Και η διαδρομή προς το μαιευτήριο, ήταν ακόμα καλύτερη. Ένιωθα όλο το φως του ήλιου να με λούζει και να κάνει κόκκινες αντάυγιες στα μαλλιά μου, αέρας να μου χτυπάει το πρόσωπο στα 100χλμ που είχα τάξει το αυτοκίνητο να πηγαίνει. Όμορφες σκέψεις, ωραίες στιγμές. Μουσικές. Χρώματα. Εικόνες ονειρικές, μακριά από την ρουτίνα που τελικά θα πρέπει να είναι η μόνη που χρειάζεται να της δίνουμε τα παπούτσια στο χέρι, ψάχνοντας για ένα νέο ξεκίνημα, μια άλλη όψη της ζωής μας, ένα άλλο παράλληλο σύμπαν για να ζήσουμε. Εικόνες....
Να είμαι ξυπόλητη σε κάποια παραλία χορεύοντας στο τέρμα το Could you be loved με μια μπύρα νοθευμένη στο χέρι και μόνη συντροφιά τα αστέρια. Που θα φαίνονται ολοκάθαρα.
Να με παίρνει ο ύπνος σε μια αιώρα κάτω από ένα τεράστιο δέντρο στο Κεδρόδασος με τα τζιτζίκια να με καθοδηγούν στα πιο ωραία όνειρα έχοντας αγκαλιά το αγαπημένο μου βιβλίο και τα πόδια μου γεμάτα άμμο.
Να καθαρίζω πορτοκάλια μανιωδώς και να στίβω λεμόνια για την επερχόμενη ξινίλα του ποτού που λατρεύω περισσότερο. Και μετά να μην αποχωρίζομαι τη μυρωδιά από τα χέρια μου, με κανένα σαπούνι.
Να ακούγεται για πρώτη φορά το γέλιο μου πιο δυνατά από τους υπόλοιπους στην παρέα καθώς θα είμαστε στο πέμπτο καραφάκι ούζο μετρώντας τις φορές που αποτύχαμε σε μια δουλειά, σε έναν έρωτα, σε μια φιλία.
Αγκαλιές γεμάτες και τεράστιες από ανθρώπους που μ' αγαπούν- και για πρώτη φορά όχι από αυτούς που εγώ αγαπώ μόνο-, χαμόγελα από έναν άγνωστο επειδή απλά του έφτιαξα τη μέρα.
Να είμαι καθισμένη στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου και αυτή τη φορά να παρακολουθώ πότε φεύγει η δική μου πτήση για Κούβα, ανυπομονώντας για τη στιγμή που θα χορέψω salsa σε ένα απαγορευμένο μπαράκι στην Havana.
Ξαπλωμένη σε ένα απέραντο λιβάδι κάπου μακριά από εδώ, κοιτώντας χωρίς γυαλιά τον ήλιο στον ουρανό και παίζοντας με τις άκρες των δαχτύλων μου τα χορταράκια και χαζεύοντας τις πεταλούδες που γλυκοκοιτούν τις μαργαρίτες.
Χορεύοντας μέχρι τελικής πτώσης στο τελευταίο μαγαζί της πόλης με αγαπημένα πρόσωπα ή όχι. Δε με πειράζει. Αρκεί να χορεύω τα ακούσματα μου.
Να τρώω φράουλες και να γεμίζουν τα χείλη μου χρώμα, να βάψει η άσπρη κοντομάνικη μπλούζα και να μπω όπως είμαι για μπάνιο γελώντας.
Να αλωνίζω στη παραλία της Κορώνης, να περπατάω στα σοκάκια της Ίου, να χάνομαι στα στενά της Θεσσαλονίκης, να μη θέλω να σηκωθώ από το μόλο στη Μυτιλήνη, να παρατηρώ τα φώτα της Piazza di Spagna από τη Villa Borghese, να βλέπω με τις ώρες τα καράβια στο Βόσπορο μυρίζοντας τα μπαχάρια και να σιγοτραγουδώ πως θέλω να πιώ όοοοοολο το Βόσπορο. Μετά να έρθει ο παππούς μου να με πάρει από το χέρι. Πάμε Σμύρνη να δούμε το σπίτι του.
Να μου σκάνε μυρωδιές από παντού. Έχω τρέλα με τις μυρωδιές. Μέσα στον κόσμο να αναζητώ τη δική σου.
Να με πάρεις αγκαλιά, πολύ πολύ σφιχτά. Να με σκάσεις. Να με κοιτάς και να μη με φιλάς και να σε θέλω ακόμα περισσότερο. Να μου ψυθιρίσεις κάτι αλλιώτικο. Να γελάσω και να κλάψω μαζί και μετά να μην χαθείς. Πάλι.
Εικόνες...ονειρικές; Μόνο; Γιατί να μην παίρνουμε σχεδόν ποτέ τη δύναμη να τις πραγματοποιήσουμε; Άλλωστε δεν είναι έξω από την πραγματικότητα. Απλά εμείς δεν το βλέπουμε. Έτσι δεν είναι Α;

Για τον Δ. και την Ν., να σας ζήσει η Χαρά σας!